Ἡ ἀξία τῆς ἀγρυπνίας
1. Κάμψε τὰ γόνατά σου, στέναξε, παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ σοὺ δείξη εὐσπλαχνία περισσότερο συγκινεῖται κατὰ τὴν διάρκεια τῶν νυκτερινῶν προσευχῶν, ὅταν τὸν καιρὸ τῆς ἀναπαύσεως ἐσὺ τὸν κάνεις καιρὸ θρήνων.
Θυμήσου ποία λόγια ἔλεγε ὁ βασιλιάς: «ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῶ μου, λούσω κὰθ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψάλμ.6,7) Ὅση ἀπολαυστικὴ ζωὴ καὶ ἂν κάνης, δὲν εἶναι τόσο ἀπολαυστικὴ ὅσο ἡ ζωὴ ἐκείνου.
Ὅσο πλούσιος καὶ ἂν εἶσαι, δὲν εἶσαι πιὸ πλούσιος ἀπὸ τὸν Δαυίδ. Καὶ πάλι ὁ ἴδιος λέγει: «μεσονύκτιον ἐξηγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαι σοὶ ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου» (Ψάλμ. 118,62).
Τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν ἐνοχλεῖ ἡ κενοδοξία. διότι πῶς μπορεῖ νὰ γίνη αὐτὸ τὴν ὥρα ποῦ ὅλοι κοιμοῦνται καὶ δὲν βλέπουν;
τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μᾶς ἐπιτίθεται ἡ ἀδιαφορία καὶ τὸ χασμουρητό. διότι πῶς μπορεῖ νὰ γίνη αὐτὸ τὴ στιγμὴ ποῦ ἡ ψυχὴ διεγείρεται ἀπὸ τόσα πολλά; Μετά ἀπὸ τὶς παννυχίδες αὐτοῦ του εἴδους καὶ ὁ ὕπνος εἶναι γλυκὺς καὶ ἀποκαλύψεις γίνονται θαυμάσιες.
(Ἱερὸς Χρυσόστομος)

(Ἱερὸς Χρυσόστομος)

3. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τόσο μεγάλη δύναμη, ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη εἴμαστε πιὸ ἄφωνοι καὶ ἀπὸ τὶς πέτρες, θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τὴ γλώσσα μᾶς πιὸ ἐλαφρὰ ἀπὸ τὸ φτερό.
Διότι, ὅπως ὁ ζέφυρος ὅταν φυσάει στὰ πανιὰ τοῦ πλοίου τὸ κάνει νὰ τρέχει πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸ βέλος, ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας ὅταν πέσει στὴ γλώσσα αὐτοῦ ποὺ τὴν λέει, κινεῖ τὸν λόγο δυνατότερο ἀπὸ τὸν ζέφυρο...

Πόση τιμὴ δὲ ἔχει τὸ πράγμα, νὰ εἶναι κάποιος ἄνθρωπος καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, ὅλοι το γνωρίζουν, ἀλλὰ νὰ δείξουν μὲ λόγια τὸ μέγεθός της δὲν μποροῦν οἱ πολλοί, διότι αὐτὴ ἡ τιμὴ ξεπερνᾶ καὶ τῶν Ἀγγέλων τὴ μεγαλοπρέπεια.

Πόση τιμὴ δὲ ἔχει τὸ πράγμα, νὰ εἶναι κάποιος ἄνθρωπος καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, ὅλοι το γνωρίζουν, ἀλλὰ νὰ δείξουν μὲ λόγια τὸ μέγεθός της δὲν μποροῦν οἱ πολλοί, διότι αὐτὴ ἡ τιμὴ ξεπερνᾶ καὶ τῶν Ἀγγέλων τὴ μεγαλοπρέπεια.
Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν οἱ ἴδιοι οἱ Ἄγγελοι, ἀφοῦ φαίνονται πὼς ἔφερναν τὶς δεήσεις τῶν Προφητῶν στὸ Θεό, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς λατρεῖες στὸ Δεσπότη μὲ φόβο πολύ, ἔχοντας καὶ τὰ πόδια σκεπασμένα ἀπὸ τὴν μεγάλη εὐλάβεια.
Ἀλλὰ ἂν ἐκεῖνοι ποὺ πετοῦν καὶ δὲν ἡσυχάζουν καθόλου δείχνουν τὸ φόβο ποὺ ἔχουν, τοῦτο μου φαίνεται ὅτι τὸ κάνουν γιὰ νὰ ἐκπαιδεύουν ἐμᾶς στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς νὰ λησμονοῦμε τὴν ἀνθρώπινη φύση· καὶ μὲ τὴν προθυμία καὶ τὸν φόβο ποὺ ἔχουμε, νὰ μὴ βλέπουμε, οὔτε νὰ φανταζόμαστε κανένα πράγμα τούτου τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς εἴμαστε μεταξύ των Ἀγγέλων καὶ προσφέρουμε τὴ λατρεία ποὺ προσφέρουν κι ἐκεῖνοι.
Διότι ὅλα τα ἄλλα, τὰ δικά μας, εἶναι πολὺ χωρισμένα ἀπὸ τὰ δικά τους· καὶ ἡ φύση καὶ ὁ τρόπος ζωῆς καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ φροντίδα καὶ ὅ,τι ἄλλο· ἡ προσευχὴ ὅμως εἶναι κοινὸ ἔργο τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτὴ ἡ προσευχὴ σὲ ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, αὐτὴ ἡ προσευχὴ σὲ κάνει σύντροφο τῶν Ἀγγέλων αὐτὴ μπορεῖ γρήγορα νὰ σὲ ἀνεβάσει στὴ δική τους πολιτεία, στὴ ζωή, στὴ δίαιτα, καὶ τὴν τιμὴ καὶ τὴν συγγένεια, καὶ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία, καὶ νὰ σὲ κάνει νὰ φροντίζεις ὅλη σου τὴ ζωὴ νὰ βρίσκεσαι σὲ προσευχὲς καὶ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

«Ἐνῶ ὁ Πέτρος» λέει «ἦταν στὴ φυλακή· ἡ ἐκκλησία προσευχόταν ἀδιάκοπα στὸ Θεὸ γι’ αὐτὸν»(Πράξ. 12, 5). Ἀκοῦτε πῶς τοὺς αἰσθάνονταν τοὺς δασκάλους τους;

«Ἐνῶ ὁ Πέτρος» λέει «ἦταν στὴ φυλακή· ἡ ἐκκλησία προσευχόταν ἀδιάκοπα στὸ Θεὸ γι’ αὐτὸν»(Πράξ. 12, 5). Ἀκοῦτε πῶς τοὺς αἰσθάνονταν τοὺς δασκάλους τους;
Δὲν ἐπαναστάτησαν, δὲν θορυβήθηκαν, ἀλλὰ κατέφυγαν στὴν προσευχή, τὴν πραγματικὰ ἄμαχη σύμμαχο… Ἄρα τίποτε δὲν εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὴν μέτρια θλίψη. Ἀνυμνοῦσαν τὸ Θεὸ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, ἀγόρια, κορίτσια, καὶ εἶχαν γίνει μὲ τὴν θλίψη πιὸ καθαροὶ ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἐνῶ τώρα, ἂν δοῦμε μικρὸ κίνδυνο, πέφτουμε σὲ ἀδράνεια. Τίποτε δὲν ἦταν λαμπρότερο ἀπὸ ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία. Ἃς τοὺς μιμηθοῦμε αὐτούς, ἃς τοὺς ζηλέψουμε. Ἡ νύκτα δὲν ἔγινε γιὰ νὰ κοιμόμαστε συνεχῶς καὶ νὰ βρισκόμαστε σὲ ἀργία.
Κι αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν οἱ χειροτέχνες, οἱ ἁμαξηλάτες, οἱ ἔμποροι, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ξυπνᾶ μέσα στὴ νύκτα. Σήκω καὶ σὺ καὶ κοίταξε τὸ χορὸ τῶν ἄστρων, τὴν βαθιὰ σιγή, τὴν πολλὴ ἡσυχία.
Τότε ἡ ψυχὴ εἶναι καθαρότερη· εἶναι πιὸ ἐλαφρὰ καὶ πιὸ λεπτή, πετὰ πιὸ ἐλεύθερη· αὐτὸ τὸ σκοτάδι, ἡ σιγὴ ἡ πολλή, εἶναι ἱκανὰ νὰ προκαλέσουν κατάνυξη. Κι ἂν δεῖς τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ στίγματα τῶν ἄστρων σὰν νὰ εἶναι ἄπειρα μάτια, θὰ αἰσθανθεῖς κάθε γλυκύτητα, φέρνοντας ἀμέσως στὸν νοῦ σου τὸν Δημιουργό.
Ἂν σκεφτεῖς ὅτι αὐτοὶ ποὺ στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας κραυγάζουν, γελοῦν, σκιρτοῦν, πηδοῦν, πλεονεκτοῦν, ἀπειλοῦν ὅτι θὰ προκαλέσουν χιλιάδες κακά, αὐτοὶ τώρα δὲν διαφέρουν σὲ τίποτε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ κατηγορήσεις ὅλη τὴν ἀνθρώπινη αὐθάδεια. Ἦρθε ὁ ὕπνος νὰ ἐλέγξει τὴ φύση· εἶναι εἰκόνα τοῦ θανάτου, εἰκόνα τῆς συντέλειας. Ἂν σκύψεις στὸ στενό, δὲν θὰ ἀκούσεις φωνή· ἂν δεῖς στὸ σπίτι, θὰ τοὺς δεῖς ὅλους ξαπλωμένους κάτω, σὰν σὲ τάφο.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ διεγείρουν τὴ ψυχὴ καὶ νὰ τῆς προκαλέσουν τὴν ἔννοια τῆς συντέλειας. Γονάτισε, στέναξε, παρακάλεσε τὸν Κύριό σου νὰ δείξει εὐσπλαχνία· κάμπτεται εὐκολότερα στὶς νυκτερινὲς προσευχές, ὅταν σὺ κάνεις τὴν ὥρα τῆς ἀναπαύσεως ὥρα θρήνων.
Θυμήσου τὸν Βασιλέα Δαυὶδ τί ἔλεγε: «κουράστηκα ἀπὸ τὸ στεναγμό μου, κάθε νύχτα λούζω τὸ κρεβάτι μου, καὶ βρέχω τὸ στρῶμα μου μὲ τὰ δάκρυά μου» (Ψάλμ. 6, 6). Ὅσο καὶ νὰ ζεῖς μέσα στὶς ἀνέσεις, πάντως ὄχι περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅσο καὶ νὰ εἶσαι πλούσιος, δὲν εἶσαι πλουσιότερος ἀπὸ τὸν Δαυίδ.
Καὶ πάλι ὁ ἴδιος λέγει: «τὰ μεσάνυκτα σηκωνόμουν…» (Ψάλμ. 118, 62). Τότε οὔτε ἡ κενοδοξία μᾶς ἐνοχλεῖ διότι πῶς νὰ μᾶς ἐνοχλήσει, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται καὶ δὲν βλέπουν; Τότε δὲν μᾶς ἐπιτίθεται ἡ ραθυμία καὶ τὸ χασμουρητό· πῶς νὰ μᾶς ἐπιτεθεῖ, ὅταν ἡ ψυχὴ ἔχει τόσες ἀφορμὲς νὰ διεγείρεται;

Μετὰ δὲ ἀπὸ τέτοιες ἀγρυπνίες καὶ ὁ ὕπνος εἶναι γλυκὸς καὶ ἀποκαλύψεις θαυμαστὲς συμβαίνουν. Ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς στὴ μέση, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ πλῆθος πολύ· ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἀπαραιτήτως βρίσκονται καὶ Ἄγγελοι καὶ Ἀρχάγγελοι κι ἄλλες νοερὲς Δυνάμεις. Ἄρα δὲν εἶσθε μόνοι, ἀφοῦ ἔχετε τὸν Κύριό των ὅλων.
Ἀλλὰ κουράσθηκα, λέει, τὴν ἡμέρα πολὺ καὶ δὲν μπορῶ. Αὐτὰ εἶναι δικαιολογίες καὶ προφάσεις, ἐπειδὴ ὅσο καὶ νὰ κουρασθεῖς δὲν θὰ κοπιάσεις ὅσο ὁ σιδηρουργός, ποὺ κτυπᾶ τόσο βαρὺ σφυρὶ ἀπὸ πολὺ ψηλὰ πάνω στὰ πυρωμένα σίδερα καὶ δέχεται ὅλη τὴν κάπνα στὸ σῶμα του, κι ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας τὸ καταναλώνει ἔτσι.

Μετὰ δὲ ἀπὸ τέτοιες ἀγρυπνίες καὶ ὁ ὕπνος εἶναι γλυκὸς καὶ ἀποκαλύψεις θαυμαστὲς συμβαίνουν. Ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς στὴ μέση, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ πλῆθος πολύ· ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἀπαραιτήτως βρίσκονται καὶ Ἄγγελοι καὶ Ἀρχάγγελοι κι ἄλλες νοερὲς Δυνάμεις. Ἄρα δὲν εἶσθε μόνοι, ἀφοῦ ἔχετε τὸν Κύριό των ὅλων.
Ἀλλὰ κουράσθηκα, λέει, τὴν ἡμέρα πολὺ καὶ δὲν μπορῶ. Αὐτὰ εἶναι δικαιολογίες καὶ προφάσεις, ἐπειδὴ ὅσο καὶ νὰ κουρασθεῖς δὲν θὰ κοπιάσεις ὅσο ὁ σιδηρουργός, ποὺ κτυπᾶ τόσο βαρὺ σφυρὶ ἀπὸ πολὺ ψηλὰ πάνω στὰ πυρωμένα σίδερα καὶ δέχεται ὅλη τὴν κάπνα στὸ σῶμα του, κι ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας τὸ καταναλώνει ἔτσι.
Κᾶνε λοιπὸν καὶ σὺ πνευματικὸ σιδηρουργεῖο ποὺ θὰ κατασκευάσει ὄχι χύτρες καὶ καζάνια, ἀλλὰ τὴ ψυχή σου, ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ πολύτιμη ἀπὸ τὸν σιδηρουργὸ καὶ τὸν χρυσοχόο.
Αὐτὴν ποὺ πάλιωσε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, βάλε τὴν μέσα στὸ χωνευτήρι τῆς ἐξομολογήσεως· κτύπησε τὸ βαρὺ σφυρὶ ἀπὸ πολὺ ψηλά, δηλαδὴ τοὺς λόγους τῆς κατακρίσεως τοῦ ἐαυτοῦ σου· ἄναψε τὴ φωτιὰ τοῦ Πνεύματος. Ἔχεις πολὺ μεγαλύτερη τέχνη. Δὲν συναρμολογεῖς σκεύη χρυσά, ἀλλὰ τὴν πολυτιμότερη ἀπ’ ὅλα τα χρυσάφια ψυχή.

Ἄναψε τὴ ψυχὴ μὲ τὴ προσευχή. Πίστεψε μέ, δὲν ἔχει τόσο τὴν ἱκανότητα νὰ καθαρίζει τὴ σκουριὰ ἡ φωτιά, ὅσο ἡ νυχτερινὴ προσευχὴ τὴ σκουριὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἃς ντραποῦμε, ἂν ὄχι κανέναν ἄλλον, τοὺς νυκτερινοὺς φύλακες.

Ἄναψε τὴ ψυχὴ μὲ τὴ προσευχή. Πίστεψε μέ, δὲν ἔχει τόσο τὴν ἱκανότητα νὰ καθαρίζει τὴ σκουριὰ ἡ φωτιά, ὅσο ἡ νυχτερινὴ προσευχὴ τὴ σκουριὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἃς ντραποῦμε, ἂν ὄχι κανέναν ἄλλον, τοὺς νυκτερινοὺς φύλακες.
Ἐκεῖνοι περιέρχονται τοὺς δρόμους γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατὰ μέσα στὴν παγωνιὰ καὶ περπατώντας μέσα ἀπὸ τὰ στενά, καὶ πολλὲς φορὲς βρέχονται καὶ παγώνουν γιὰ σένα καὶ τὴν σωτηρία σου καὶ γιὰ τὴ φύλαξη τῶν χρημάτων σου.
Ἐκεῖνος γιὰ τὰ χρήματά σου παίρνει τόσα προνοητικὰ μέτρα, ἐνῶ ἐσὺ οὔτε γιὰ τὴ δική σου ψυχή; Καὶ μάλιστα ἐγὼ δὲν σὲ ἀναγκάζω νὰ περιφέρεσαι ἔξω στὸ ὕπαιθρο ὅπως ἐκεῖνος, οὔτε νὰ πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, ἀλλὰ μένοντας μέσα σ’ ἕναν ἀπόμερο χῶρο, στὸ ἴδιο το δωμάτιό σου, γονάτισε, παρακάλεσε τὸν Δεσπότη.
Γιατί αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν; Ὄχι γιὰ νὰ γίνει πρότυπο γιὰ μᾶς; Τότε ἀναπνέουν τὰ φυτά, τὴ νύχτα ἐννοῶ· τότε καὶ ἡ ψυχή, ἀκόμη περισσότερο ἀπ’ αὐτά, δέχεται τὴ δροσιὰ Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας τὰ ξήρανε, αὐτὰ τὴ νύχτα δροσίζονται. Ἀποτελεσματικότερα ἀπὸ κάθε δροσιὰ εἶναι τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται ἐναντίον τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ κάθε φλογώσεως καὶ καύσωνα καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ πάθουμε κανένα κακό.

Ἂν δὲν ἀπολαύσει (ἡ ψυχὴ) αὐτὴ τὴ δροσιά, τὴν ἡμέρα θὰ ξεραθεῖ ἐντελῶς. Ἀλλὰ ὄχι, νὰ μὴ συμβεῖ κανένας ἀπὸ μᾶς νὰ τροφοδοτήσει ἐκείνη τὴ φωτιά, ἀλλὰ ἀφοῦ δροσιστοῦμε καὶ ἀπολαύσουμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅλοι νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
(Ἱερὸς Χρυσόστομος)
4. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ καλὴ μέθοδος, καὶ ὁ πιὸ εὔκολος δρόμος πρὸς τὴν ἀρετή, νὰ μὴ βλέπεις μόνο τους κόπους, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τοὺς κόπους νὰ βλέπεις καὶ τὰ ἔπαθλα, κι αὐτὰ ὄχι μόνα τους καὶ ἀνεξάρτητα.

Ἂν δὲν ἀπολαύσει (ἡ ψυχὴ) αὐτὴ τὴ δροσιά, τὴν ἡμέρα θὰ ξεραθεῖ ἐντελῶς. Ἀλλὰ ὄχι, νὰ μὴ συμβεῖ κανένας ἀπὸ μᾶς νὰ τροφοδοτήσει ἐκείνη τὴ φωτιά, ἀλλὰ ἀφοῦ δροσιστοῦμε καὶ ἀπολαύσουμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅλοι νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
(Ἱερὸς Χρυσόστομος)
4. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ καλὴ μέθοδος, καὶ ὁ πιὸ εὔκολος δρόμος πρὸς τὴν ἀρετή, νὰ μὴ βλέπεις μόνο τους κόπους, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τοὺς κόπους νὰ βλέπεις καὶ τὰ ἔπαθλα, κι αὐτὰ ὄχι μόνα τους καὶ ἀνεξάρτητα.
Ὅταν λοιπὸν πρόκειται νὰ δώσεις ἐλεημοσύνη, μὴν ὑπολογίζεις τὰ χρήματα ποὺ θὰ δαπανήσεις, ἀλλὰ τὴν ἁγιωσύνη ποὺ θὰ συλλέξεις· «Σκόρπισε, ἔδωσε στοὺς φτωχούς· ἡ ἁγιοσύνη τοῦ μένει γιὰ πάντα» (Ψάλμ. 111, 9)· μὴ βλέπεις τὸν πλοῦτο ποὺ ἀδειάζει, ἀλλὰ κοίτα τὸ θησαυρὸ ποὺ αὐξάνεται. Ἂν νηστεύεις, μὴν ὑπολογίζεις τὴν κακοπάθεια ποὺ φέρνει ἡ νηστεία, ἀλλὰ τὴν ἄνεση ποὺ φέρνει ἡ κακοπάθεια.
Ἂν ἀγρυπνήσεις στὴν προσευχή, νὰ σκέφτεσαι ὄχι τὴν ταλαιπωρία ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀγρυπνία, ἀλλὰ τὸ θάρρος στὸ Θεὸ ποὺ χαρίζει ἡ προσευχή. Ἔτσι κάνουν καὶ οἱ μισθοφόροι στρατιῶτες· κοιτάζουν ὄχι τὰ τραύματα ἀλλὰ τὶς ἀμοιβές, ὄχι τὶς σφαγὲς ἀλλὰ τὶς νίκες, ὄχι τοὺς νεκροὺς ποὺ πέφτουν ἀλλὰ τοὺς νικητὲς ποὺ στεφανώνονται. Ἔτσι καὶ οἱ καπετάνιοι ἐμπρὸς στὰ κύματα κοιτάζουν τὰ λιμάνια, ἐμπρὸς στὰ ναυάγια τὰ κέρδη, ἐμπρὸς στὶς περιπέτειες τῆς θάλασσας τὰ μετὰ τὸ ταξίδι καλά.

Ἀναλογίσου πόσο μεγάλο εἶναι μέσα στὴ βαθιὰ νύχτα, ἐνῶ κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ζῶα, ἐνῶ ἐπικρατεῖ βαθύτατη ἡσυχία, μονάχα ἐσὺ νὰ σηκωθεῖς καὶ μὲ θάρρος νὰ συνομιλεῖς μὲ τὸν Κύριο ποὺ δεσπόζει σὲ ὅλα.

Ἀναλογίσου πόσο μεγάλο εἶναι μέσα στὴ βαθιὰ νύχτα, ἐνῶ κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ζῶα, ἐνῶ ἐπικρατεῖ βαθύτατη ἡσυχία, μονάχα ἐσὺ νὰ σηκωθεῖς καὶ μὲ θάρρος νὰ συνομιλεῖς μὲ τὸν Κύριο ποὺ δεσπόζει σὲ ὅλα.
Ἀλλὰ εἶναι γλυκὸς ὁ ὕπνος; Τίποτα δὲν εἶναι πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἂν συνομιλήσεις ἰδιαιτέρως μαζί του, πολλὰ θὰ καταφέρεις, γιατί κανεὶς δὲ θὰ σὲ ἐνοχλεῖ μήτε θὰ σὲ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴ δέηση· ἔχεις (τότε) καὶ τὴν ὥρα σύμμαχο στὸ νὰ πετύχεις αὐτὰ ποὺ θέλεις.
Ἀλλὰ στριφογυρίζεις ξαπλωμένος πάνω σε μαλακὸ στρῶμα, καὶ βαριέσαι νὰ σηκωθεῖς; Σκέψου τοὺς σημερινοὺς μάρτυρες, ποὺ εἶναι ξαπλωμένοι πάνω σε σιδερένια σχάρα καὶ δὲν ἔχουν ἀπὸ κάτω στρῶμα ἀλλὰ κάρβουνα στρωμένα.
Ἐδῶ θέλω νὰ τελειώσω τὴν ὁμιλία, ὥστε νὰ φύγετε ἔχοντας πρόσφατη καὶ νωπὴ τὴν ἀνάμνηση τῆς σχάρας καὶ αὐτὴ νὰ θυμάστε καὶ τὴ νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα. Καὶ ἂν μᾶς κρατοῦν μύρια δεσμά, θὰ μπορέσουμε ὅλα εὔκολα νὰ τὰ σπάσουμε καὶ νὰ σηκωθοῦμε γιὰ προσευχή, ἔχοντας στὸ νοῦ μᾶς πάντα αὐτὴ τὴ σχάρα. Καὶ ὄχι μόνο ἐκείνη τὴ σχάρα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες τιμωρίες τῶν μαρτύρων νὰ ζωγραφίζουμε στὸν πίνακα τῆς καρδιᾶς μας.
(ἱερὸς Χρυσόστομος)

5. Ἄναψε τὴ ψυχὴ μὲ τὴ προσευχή. Πίστεψε μέ, δὲν ἔχει τόσο τὴν ἱκανότητα νὰ καθαρίζει τὴ σκουριὰ ἡ φωτιά, ὅσο ἡ νυχτερινὴ προσευχὴ τὴ σκουριὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Ἃς ντραποῦμε, ἂν ὄχι κανέναν ἄλλον, τοὺς νυκτερινοὺς φύλακες. Ἐκεῖνοι περιέρχονται τοὺς δρόμους γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατὰ μέσα στὴν παγωνιὰ καὶ περπατώντας μέσα ἀπὸ τὰ στενά, καὶ πολλὲς φορὲς βρέχονται καὶ παγώνουν γιὰ σένα καὶ τὴν σωτηρία σου καὶ γιὰ τὴ φύλαξη τῶν χρημάτων σου.
Ἐκεῖνος γιὰ τὰ χρήματά σου παίρνει τόσα προνοητικὰ μέτρα, ἐνῶ ἐσὺ οὔτε γιὰ τὴ δική σου ψυχή; Καὶ μάλιστα ἐγὼ δὲν σὲ ἀναγκάζω νὰ περιφέρεσαι ἔξω στὸ ὕπαιθρο ὅπως ἐκεῖνος, οὔτε νὰ πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, ἀλλὰ μένοντας μέσα σ’ ἕναν ἀπόμερο χῶρο, στὸ ἴδιο το δωμάτιό σου, γονάτισε, παρακάλεσε τὸν Δεσπότη.
Γιατί αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὄχι γιὰ νὰ γίνει πρότυπο γιὰ μᾶς; Τότε ἀναπνέουν τὰ φυτά, τὴ νύχτα ἐννοῶ· τότε καὶ ἡ ψυχή, ἀκόμη περισσότερο ἀπ’ αὐτά, δέχεται τὴ δροσιά.
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας τὰ ξήρανε, αὐτὰ τὴ νύχτα δροσίζονται. Ἀποτελεσματικότερα ἀπὸ κάθε δροσιὰ εἶναι τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται ἐναντίον τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ κάθε φλογώσεως καὶ καύσωνα καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ πάθουμε κανένα κακό.

Ἂν δὲν ἀπολαύσει (ἡ ψυχὴ) αὐτὴ τὴ δροσιά, τὴν ἡμέρα θὰ ξεραθεῖ ἐντελῶς. Ἀλλὰ ὄχι, νὰ μὴ συμβεῖ κανένας ἀπὸ μᾶς νὰ τροφοδοτήσει ἐκείνη τὴ φωτιά, ἀλλὰ ἀφοῦ δροσιστοῦμε καὶ ἀπολαύσουμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅλοι νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
(ἱερὸς Χρυσόστομος)
(ἱερὸς Χρυσόστομος)

5. Ἄναψε τὴ ψυχὴ μὲ τὴ προσευχή. Πίστεψε μέ, δὲν ἔχει τόσο τὴν ἱκανότητα νὰ καθαρίζει τὴ σκουριὰ ἡ φωτιά, ὅσο ἡ νυχτερινὴ προσευχὴ τὴ σκουριὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Ἃς ντραποῦμε, ἂν ὄχι κανέναν ἄλλον, τοὺς νυκτερινοὺς φύλακες. Ἐκεῖνοι περιέρχονται τοὺς δρόμους γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατὰ μέσα στὴν παγωνιὰ καὶ περπατώντας μέσα ἀπὸ τὰ στενά, καὶ πολλὲς φορὲς βρέχονται καὶ παγώνουν γιὰ σένα καὶ τὴν σωτηρία σου καὶ γιὰ τὴ φύλαξη τῶν χρημάτων σου.
Ἐκεῖνος γιὰ τὰ χρήματά σου παίρνει τόσα προνοητικὰ μέτρα, ἐνῶ ἐσὺ οὔτε γιὰ τὴ δική σου ψυχή; Καὶ μάλιστα ἐγὼ δὲν σὲ ἀναγκάζω νὰ περιφέρεσαι ἔξω στὸ ὕπαιθρο ὅπως ἐκεῖνος, οὔτε νὰ πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, ἀλλὰ μένοντας μέσα σ’ ἕναν ἀπόμερο χῶρο, στὸ ἴδιο το δωμάτιό σου, γονάτισε, παρακάλεσε τὸν Δεσπότη.
Γιατί αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὄχι γιὰ νὰ γίνει πρότυπο γιὰ μᾶς; Τότε ἀναπνέουν τὰ φυτά, τὴ νύχτα ἐννοῶ· τότε καὶ ἡ ψυχή, ἀκόμη περισσότερο ἀπ’ αὐτά, δέχεται τὴ δροσιά.
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας τὰ ξήρανε, αὐτὰ τὴ νύχτα δροσίζονται. Ἀποτελεσματικότερα ἀπὸ κάθε δροσιὰ εἶναι τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται ἐναντίον τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ κάθε φλογώσεως καὶ καύσωνα καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ πάθουμε κανένα κακό.

Ἂν δὲν ἀπολαύσει (ἡ ψυχὴ) αὐτὴ τὴ δροσιά, τὴν ἡμέρα θὰ ξεραθεῖ ἐντελῶς. Ἀλλὰ ὄχι, νὰ μὴ συμβεῖ κανένας ἀπὸ μᾶς νὰ τροφοδοτήσει ἐκείνη τὴ φωτιά, ἀλλὰ ἀφοῦ δροσιστοῦμε καὶ ἀπολαύσουμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅλοι νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
(ἱερὸς Χρυσόστομος)
.......................................
2. ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ
(Κλίμαξ, Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου)
Περί αγρυπνίας
(Διά την σωματικήν αγρυπνίαν, και διά το πώς πρέπει να επιτελώμεν αυτήν)


1. Στους επίγειους βασιλείς, άλλοι παρίστανται άοπλοι και γυμνοί, άλλοι με ράβδους, άλλοι με ασπίδες και άλλοι με ξίφη. Είναι δε μεγάλη και ασύγκριτη η διαφορά ανάμεσα στους πρώτους και στους τελευταίους. Διότι οι πρώτοι είναι συνήθως συγγενείς και οικειακοί του βασιλέως. Και αυτά μέν συμβαίνουν σ΄αυτούς.
Εμπρός λοιπόν και εμείς να εξετάσωμε πώς παριστάμεθα ενώπιον του Θεού και Βασιλέως μας στις εσπερινές, τις νυκτερινές και τις λοιπές παραστάσεις και προσευχές.
Στην βραδυνή αγρυπνία μερικοί υψώνουν τα χέρια τους σε προσευχή, άϋλοι και απηλλαγμένοι από κάθε φροντίδα. Άλλοι την επιτελούν με ψαλμωδία. Άλλοι επιμένουν ιδιαιτέρως στην ανάγνωσι. Άλλοι από αδυναμία πολεμούν ανδρείως τον ύπνο με το εργόχειρο. Και άλλοι απασχολούνται με την σκέψι του θανάτου, θέλοντας έτσι να αισθανθούν κατάνυξι. Εξ όλων αυτών οι πρώτοι και οι τελευταίοι κάνουν θεάρεστη αγρυπνία. Οι δεύτεροι μοναχική. Οι τρίτοι βαδίζουν σε κατώτερη οδό. Πάντως αναλόγως προς την προαίρεσι και την δύναμι του καθενός, δέχεται και αξιολογεί τα δώρα ο Θεός.
2. Ο άγρυπνος οφθαλμός εξήγνισε τον νου, ενώ ο πολύς ύπνος επώρωσε την ψυχή. Ο άγρυπνος μοναχός είναι εχθρός της πορνείας, ενώ ο υπνώδης είναι σύζυγός της.

3. Η αγρυπνία είναι θραύσις της σαρκικής πυρώσεως, λύτρωσις από τους μολυσμούς των ενυπνιασμών, δακρύβρεκτος οφθαλμός, απαλή καρδία, προφύλαξις από τους λογισμούς, χωνευτήριο των φαγητών, δαμαστήριο των παθών, κολαστήριο της γλώσσης, φυγαδευτήριο των αισχρών φαντασιών.
4. Ο άγρυπνος μοναχός είναι αλιεύς των λογισμών, ικανός να τους αντιλαμβάνεται και να τους συλλαμβάνη με ευχέρεια μέσα στην νυκτερινή γαλήνη. Ο φιλόθεος μοναχός, όταν σημαίνη η σάλπιγγα της προσευχής, αναφωνεί: Εύγε! Εύγε! (πρβλ. Ιώβ λα΄ 29), ενώ ο ράθυμος οδύρεται: Αλλοίμονο! Αλλοίμονο!

5. Η προετοιμασία της τραπέζης εδοκίμασε τους γαστριμάργους και η εργασία της προσευχής εδοκίμασε τους φιλοθέους. Ο πρώτος μόλις αντικρύση την τράπεζα σκιρτά, ενώ ο δεύτερος σκυθρωπάζει.
6. Ο πολύς ύπνος είναι πρόξενος της λήθης, ενώ η αγρυπνία καθαρίζει την μνήμη.
7. Ο πλούτος των γεωργών συναθροίζεται στο αλώνι και στο πατητήρι, ενώ ο πλούτος και η γνώσις των μοναχών, στις εσπερινές και νυκτερινές προσευχές και στην νοερά εργασία.

8. Ο πολύς ύπνος είναι σύζυγος άδικος, πού αφαρπάζει το ήμισυ ή και περισσότερο ακόμη από την ζωή του ραθύμου.
9. Ο αδόκιμος μοναχός είναι άγρυπνος στις συζητήσεις. Όταν όμως ήλθε η ώρα της προσευχής, εβάρυναν τα μάτια του. Ο αποχαυνωμένος μοναχός είναι ικανός για πολυλογίες. Όταν όμως αρχίση η ανάγνωσις, δεν μπορεί ούτε να κοιτάξη από την νύστα.

Όταν θα ηχήση η εσχάτη σάλπιγγα, θα συμβή η ανάστασις των νεκρών. Κατά παρόμοιο τρόπο μολίς αρχίση η αργολογία, θα συμβή η ανάνηψις των κοιμωμένων. Είναι ύπουλος φίλος ο τύραννος πού λέγεται ύπνος. Πολλές φορές, όταν είμαστε χορτασμένοι από φαγητά υποχωρεί, ενώ όταν πεινούμε και διψούμε μας πολεμεί δυνατά. Στην προσευχή προτρέπει να κρατούμε εργόχειρο, διότι με άλλον τρόπο δεν μπορή να χαλάση την προσευχή αυτών, οι οποίοι ασκούν αγρυπνία.
Στους αρχαρίους αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος πού αντιμετωπίζουν∙ με τον σκοπό να τους κάνη εξ αρχής ραθύμους ή να προετοιμάση τον δρόμο για τον δαίμονα της πορνείας. Έως ότου ελευθερωθούμε από αυτόν, ας μην αφίνουμε την κοινή ψαλμωδία με το πλήθος των αδελφών∙ διότι έτσι πολλές φορές αισθανόμεθα εντροπή και δεν νυστάζομε.

10. Ο σκύλος είναι εχθρός των λαγών∙ ομοίως και ο δαίμων της κενοδοξίας είναι εχθρός του ύπνου.
11. Ο έμπορος μετρά το κέρδος, όταν τελειώση η ημέρα, και ο αγωνιστής μοναχός, όταν τελειώση η ψαλμωδία.
12. Περίμενε και πρόσεχε και θα ιδής μετά από την προσευχή στίφη δαιμόνων, οι οποίοι επειδή πολεμήθηκαν εκ μέρους μας προσπαθούν να μας τραυματίσουν με τις απρεπείς φαντασίες. Κάθησε και παρατήρει, και θα ιδής αυτούς που συνηθίζουν να αφαρπάζουν τους πρώτους καρπούς της ψυχής.

13. Συμβαίνει μερικές φορές ενώ κοιμόμαστε, να μελετούμε τους στίχους των Ψαλμών. Τούτο συμβαίνει, διότι προηγήθηκε αυτή η μελέτη. Μερικές όμως φορές μας τα προκαλούν αυτά οι δαίμονες, για να μας δημιουργήσουν έπαρσι υπερηφανείας. Υπάρχει και τρίτη περίπτωσις πού δεν ήθελα να αναφέρω, αλλά κάποιος με εξηνάγκασε: Η ψυχή που μελετά ακατάπαυστα κάθε ημέρα τον λόγο του Κυρίου, συνηθίζει και στον ύπνο να προσκολλάται σ΄αυτά τα νοήματα. Το δεύτερο αυτό είναι κυρίως η ανταμοιβή του πρώτου, για να απομακρύνωνται από την ψυχή αμαρτίες και νυκτερινές φαντασίες!
Δεκάτη ενάτη βαθμίδα! Όποιος την ανέβηκε, εδέχθηκε φως στην καρδιά του.
2. ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ
(Κλίμαξ, Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου)
Περί αγρυπνίας
(Διά την σωματικήν αγρυπνίαν, και διά το πώς πρέπει να επιτελώμεν αυτήν)


1. Στους επίγειους βασιλείς, άλλοι παρίστανται άοπλοι και γυμνοί, άλλοι με ράβδους, άλλοι με ασπίδες και άλλοι με ξίφη. Είναι δε μεγάλη και ασύγκριτη η διαφορά ανάμεσα στους πρώτους και στους τελευταίους. Διότι οι πρώτοι είναι συνήθως συγγενείς και οικειακοί του βασιλέως. Και αυτά μέν συμβαίνουν σ΄αυτούς.
Εμπρός λοιπόν και εμείς να εξετάσωμε πώς παριστάμεθα ενώπιον του Θεού και Βασιλέως μας στις εσπερινές, τις νυκτερινές και τις λοιπές παραστάσεις και προσευχές.
Στην βραδυνή αγρυπνία μερικοί υψώνουν τα χέρια τους σε προσευχή, άϋλοι και απηλλαγμένοι από κάθε φροντίδα. Άλλοι την επιτελούν με ψαλμωδία. Άλλοι επιμένουν ιδιαιτέρως στην ανάγνωσι. Άλλοι από αδυναμία πολεμούν ανδρείως τον ύπνο με το εργόχειρο. Και άλλοι απασχολούνται με την σκέψι του θανάτου, θέλοντας έτσι να αισθανθούν κατάνυξι. Εξ όλων αυτών οι πρώτοι και οι τελευταίοι κάνουν θεάρεστη αγρυπνία. Οι δεύτεροι μοναχική. Οι τρίτοι βαδίζουν σε κατώτερη οδό. Πάντως αναλόγως προς την προαίρεσι και την δύναμι του καθενός, δέχεται και αξιολογεί τα δώρα ο Θεός.
2. Ο άγρυπνος οφθαλμός εξήγνισε τον νου, ενώ ο πολύς ύπνος επώρωσε την ψυχή. Ο άγρυπνος μοναχός είναι εχθρός της πορνείας, ενώ ο υπνώδης είναι σύζυγός της.

3. Η αγρυπνία είναι θραύσις της σαρκικής πυρώσεως, λύτρωσις από τους μολυσμούς των ενυπνιασμών, δακρύβρεκτος οφθαλμός, απαλή καρδία, προφύλαξις από τους λογισμούς, χωνευτήριο των φαγητών, δαμαστήριο των παθών, κολαστήριο της γλώσσης, φυγαδευτήριο των αισχρών φαντασιών.
4. Ο άγρυπνος μοναχός είναι αλιεύς των λογισμών, ικανός να τους αντιλαμβάνεται και να τους συλλαμβάνη με ευχέρεια μέσα στην νυκτερινή γαλήνη. Ο φιλόθεος μοναχός, όταν σημαίνη η σάλπιγγα της προσευχής, αναφωνεί: Εύγε! Εύγε! (πρβλ. Ιώβ λα΄ 29), ενώ ο ράθυμος οδύρεται: Αλλοίμονο! Αλλοίμονο!

5. Η προετοιμασία της τραπέζης εδοκίμασε τους γαστριμάργους και η εργασία της προσευχής εδοκίμασε τους φιλοθέους. Ο πρώτος μόλις αντικρύση την τράπεζα σκιρτά, ενώ ο δεύτερος σκυθρωπάζει.
6. Ο πολύς ύπνος είναι πρόξενος της λήθης, ενώ η αγρυπνία καθαρίζει την μνήμη.
7. Ο πλούτος των γεωργών συναθροίζεται στο αλώνι και στο πατητήρι, ενώ ο πλούτος και η γνώσις των μοναχών, στις εσπερινές και νυκτερινές προσευχές και στην νοερά εργασία.

8. Ο πολύς ύπνος είναι σύζυγος άδικος, πού αφαρπάζει το ήμισυ ή και περισσότερο ακόμη από την ζωή του ραθύμου.
9. Ο αδόκιμος μοναχός είναι άγρυπνος στις συζητήσεις. Όταν όμως ήλθε η ώρα της προσευχής, εβάρυναν τα μάτια του. Ο αποχαυνωμένος μοναχός είναι ικανός για πολυλογίες. Όταν όμως αρχίση η ανάγνωσις, δεν μπορεί ούτε να κοιτάξη από την νύστα.

Όταν θα ηχήση η εσχάτη σάλπιγγα, θα συμβή η ανάστασις των νεκρών. Κατά παρόμοιο τρόπο μολίς αρχίση η αργολογία, θα συμβή η ανάνηψις των κοιμωμένων. Είναι ύπουλος φίλος ο τύραννος πού λέγεται ύπνος. Πολλές φορές, όταν είμαστε χορτασμένοι από φαγητά υποχωρεί, ενώ όταν πεινούμε και διψούμε μας πολεμεί δυνατά. Στην προσευχή προτρέπει να κρατούμε εργόχειρο, διότι με άλλον τρόπο δεν μπορή να χαλάση την προσευχή αυτών, οι οποίοι ασκούν αγρυπνία.
Στους αρχαρίους αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος πού αντιμετωπίζουν∙ με τον σκοπό να τους κάνη εξ αρχής ραθύμους ή να προετοιμάση τον δρόμο για τον δαίμονα της πορνείας. Έως ότου ελευθερωθούμε από αυτόν, ας μην αφίνουμε την κοινή ψαλμωδία με το πλήθος των αδελφών∙ διότι έτσι πολλές φορές αισθανόμεθα εντροπή και δεν νυστάζομε.

10. Ο σκύλος είναι εχθρός των λαγών∙ ομοίως και ο δαίμων της κενοδοξίας είναι εχθρός του ύπνου.
11. Ο έμπορος μετρά το κέρδος, όταν τελειώση η ημέρα, και ο αγωνιστής μοναχός, όταν τελειώση η ψαλμωδία.
12. Περίμενε και πρόσεχε και θα ιδής μετά από την προσευχή στίφη δαιμόνων, οι οποίοι επειδή πολεμήθηκαν εκ μέρους μας προσπαθούν να μας τραυματίσουν με τις απρεπείς φαντασίες. Κάθησε και παρατήρει, και θα ιδής αυτούς που συνηθίζουν να αφαρπάζουν τους πρώτους καρπούς της ψυχής.

13. Συμβαίνει μερικές φορές ενώ κοιμόμαστε, να μελετούμε τους στίχους των Ψαλμών. Τούτο συμβαίνει, διότι προηγήθηκε αυτή η μελέτη. Μερικές όμως φορές μας τα προκαλούν αυτά οι δαίμονες, για να μας δημιουργήσουν έπαρσι υπερηφανείας. Υπάρχει και τρίτη περίπτωσις πού δεν ήθελα να αναφέρω, αλλά κάποιος με εξηνάγκασε: Η ψυχή που μελετά ακατάπαυστα κάθε ημέρα τον λόγο του Κυρίου, συνηθίζει και στον ύπνο να προσκολλάται σ΄αυτά τα νοήματα. Το δεύτερο αυτό είναι κυρίως η ανταμοιβή του πρώτου, για να απομακρύνωνται από την ψυχή αμαρτίες και νυκτερινές φαντασίες!
Δεκάτη ενάτη βαθμίδα! Όποιος την ανέβηκε, εδέχθηκε φως στην καρδιά του.